χρυσοχοος

χρυσοχοος
    χρυσοχόος
    χρῡσο-χόος
    ὅ золотых дел мастер Hom., Arph. etc.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "χρυσοχοος" в других словарях:

  • χρυσοχόος — χρυσοχόος, ο και χρυσικός, ο ο ειδικός τεχνίτης για την κατεργασία του χρυσού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Χρυσόχοος — one who melts masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσόχοος — one who melts masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσοχόος — χρῡσοχόος , χρυσοχόος masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσοχόος — ο, ΝΜΑ, και διαλ. τ. χρυσοχός Ν, και συνηρ. αττ. τ. χρυσοχοῡς Α τεχνίτης που κατεργάζεται τον χρυσό και άλλα πολύτιμα μέταλλα αρχ. αυτός που καθαρίζει χρυσοφόρο άμμο ή λειώνει χρυσοφόρο ορυκτό για να βγάλει χρυσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + χόος… …   Dictionary of Greek

  • χρυσοχόοις — χρυσόχοος one who melts masc dat pl χρῡσοχόοις , χρυσοχόος masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσοχόου — χρυσόχοος one who melts masc gen sg χρῡσοχόου , χρυσοχόος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσοχόους — χρυσόχοος one who melts masc acc pl χρῡσοχόους , χρυσοχόος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσοχόων — χρυσόχοος one who melts masc gen pl χρῡσοχόων , χρυσοχόος masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρυσοχόῳ — χρυσόχοος one who melts masc dat sg χρῡσοχόῳ , χρυσοχόος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Χρυσοχόοις — Χρυσόχοος one who melts masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»